- φυτολόγιο(ν)
- το гербарий
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φυτολόγιο — το, Ν συλλογή αποξηραμένων φυτών ή τμημάτων φυτών, επιστημονικά ταξινομημένων, η οποία χρησιμοποιείται για βοτανικές μελέτες, ερμπάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + λόγιο*. Η λ., στον λόγιο τ. φυτολόγων, μαρτυρείται από το 1873 στον Θεόδ. Ορφανίδη] … Dictionary of Greek
φυτολόγιο — το συλλογή αποξεραμένων φυτών που διατηρούνται με τρόπο ο οποίος επιτρέπει τη μελέτη των κυριότερων χαρακτηριστικών τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γουλιμής, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1886 – 1963).Νομικός και βοτανολόγος. Ο Γ. υπήρξε διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής χλωρίδας. Καταγόταν από ιστορική οικογένεια του Μεσολογγίου και σπούδασε νομικά στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο και στη Ρώμη. Μετά… … Dictionary of Greek